- μεμβράδιον
- μεμβράδιον, τό, Dim. of μεμβράς, Alex.Trall.Febr.7 (where ἐμβράδια, v.l. [full] μεμβρίδια).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεμβράδιον — και μεμβρίδιον, τὸ (Α) [μεμβράς] υποκορ. τού μεμβράς … Dictionary of Greek
μεμβρίδιον — μεμβρίδιον, τὸ (Α) βλ. μεμβράδιον … Dictionary of Greek